θαλάμαξ

θαλάμαξ
θαλάμαξ
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλάμαξ — θαλάμαξ, ό (Α) θαλαμίτης, κωπηλάτης τής χαμηλότερης σειράς τών εδωλίων τής τριήρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. αξ* (πρβλ. στόμφ αξ, χαύν αξ)] …   Dictionary of Greek

  • θαλάμακες — θάλαμαξ masc nom/voc pl θαλάμαξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμακι — θάλαμαξ masc dat sg θαλάμαξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάμακος — θάλαμαξ masc gen sg θαλάμαξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”